διηχητικός
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ή, όν,
A sonorous, Prisc.Lyd.16.6.
Greek (Liddell-Scott)
διηχητικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς μεταβίβασιν τοῦ ἤχου, Πρισκιαν. Λυδ. Μεταφρ. σ. 16 (Berol).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
sonoro neutr. subst. τὸ δ. sonoridad ὑπὸ τοῦ ἐνεργείᾳ διηχητικοῦ Prisc.Lyd.16.6.