δίζησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A inquiry, Parm.1.33,4.2, Orph.Fr.333 (pl.).
German (Pape)
[Seite 623] ἡ, das Suchen, die Untersuchung, Parmen. bei Plat Soph. 237 a.
Greek (Liddell-Scott)
δίζησις: -εως, ἡ, ἐξέτασις, ἔρευνα, Παρμεν. παρὰ Πλάτ. Σοφ. 237Α, πρβλ. 258D.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
indagación, investigación ὁδοὶ μοῦναι διζήσιος Parm.B 2.2, cf. 6.3, 7.2, Orph.Fr.333.
Russian (Dvoretsky)
δίζησις: εως ἡ исследование, изыскание (Parmenides ap. Plat., Sext. - v. l. διζήμενος).