investigación
From LSJ
Spanish > Greek
γνῶσις, δίαιτα, δίζησις, διαζήτησις, διαλαλιά, διερεύνησις, ἀνίχνευσις, ἀναζήτησις, ἀνερεύνησις, ἀνερώτησις, ἐκζήτησις, ἐνζήτησις
γνῶσις, δίαιτα, δίζησις, διαζήτησις, διαλαλιά, διερεύνησις, ἀνίχνευσις, ἀναζήτησις, ἀνερεύνησις, ἀνερώτησις, ἐκζήτησις, ἐνζήτησις