προκαταπλάσσω
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
A plaster before, in Pass., Heras ap.Gal.13.547, Herod.Med. ap. Orib.Fr.70 (= Aët.5.130).
Greek (Liddell-Scott)
προκαταπλάσσω: ἐπιθέτω κατάπλασμα πρότερον, Γαλην. τ. 10, σ. 263.