δυσδιάφυκτος
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
Spanish (DGE)
δυσδιάφευκτος, -ον
• Alolema(s): δυσδιάφυκτος Eus.M.23.1229A, Cyr.Al.M.71.32A, Hdn. en Phot.Bibl.85a14
de lo que uno no puede escapar, difícil de rehuir, inevitable τέχναι Hdn. en Phot.l.c., δύναμις Eus.l.c., κόλασις Cyr.Al.Luc.1.188.1, ἔγκλημα Cyr.Al.l.c., παραπόδισμα Cyr.Al.M.68.513A, cf. M.69.1248D, Sud.
German (Pape)
[Seite 677] richtigere Lesart für δυσδιάφευκτος.