δωροληψία

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωροληψία Medium diacritics: δωροληψία Low diacritics: δωροληψία Capitals: ΔΩΡΟΛΗΨΙΑ
Transliteration A: dōrolēpsía Transliteration B: dōrolēpsia Transliteration C: dorolipsia Beta Code: dwrolhyi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A taking of presents, Com.Adesp.987, D.C.39.55.

German (Pape)

[Seite 695] ἡ, das Annehmen von Geschenken, D. C. 39, 55 u. Sp.; B. A. 35 erkl. δωροδοκία.

Greek (Liddell-Scott)

δωροληψία: ἡ, τὸ λαμβάνειν δῶρα, Δίων, Κ. 39. 55, Α. Β. 35.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 hecho de aceptar regalos, venalidad, ἀδικία συνεργεῖ ... διὰ τῆς δωροληψίας T.Reub.3.6, ἀπληστία τῶν δωροληψιῶν Ephr.Syr.1.132A, cf. Eust.835.18.
2 soborno ὁ μὲν τῇ χάριτι ὁ δὲ τῇ δωροληψίᾳ ... αὐτὸν κατήγαγον D.C.39.55.3, cf. Apollon.Antimontan. en Eus.HE 5.18.2, λημμάτων ἔφεσις καὶ δωροληψίας Cyr.Al.M.70.1309B, δ., πραΰνουσα καὶ τοὺς ἐχθίστους Eust.1366.24.

Greek Monolingual

η (AM δωροληψία)
αποδοχή δώρων για μεροληψία, δωροδοκία
νεοελλ.
αποδοχή δώρων που δεν συνεπάγεται ποινικό κολασμό.