ἐγχρόνιος
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
ον,
A temporal, φύσεις Procl.in Prm.p.638 S.
Spanish (DGE)
-ον
temporal, que tiene lugar en el tiempo φύσεις Procl.in Prm.638.
Greek Monolingual
ἐγχρόνιος, -ον (Α)
πρόσκαιρος, προσωρινός.