εἴροψ
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
Full diacritics: εἴροψ | Medium diacritics: εἴροψ | Low diacritics: είροψ | Capitals: ΕΙΡΟΨ |
Transliteration A: eírops | Transliteration B: eirops | Transliteration C: eirops | Beta Code: ei)/roy |
οπος, ὁ, Boeot.,
A = μέροψ, Arist.HA559a4.
-οπος, ὁ
orn., n. beoc. del abejaruco Arist.HA 559a4.
εἶροψ, ο (Α)
μέροψ, αυτός που έχει το χάρισμα του έναρθρου λόγου, άνθρωπος.