ἐμπρίζω
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
Full diacritics: ἐμπρίζω | Medium diacritics: ἐμπρίζω | Low diacritics: εμπρίζω | Capitals: ΕΜΠΡΙΖΩ |
Transliteration A: emprízō | Transliteration B: emprizō | Transliteration C: emprizo | Beta Code: e)mpri/zw |
A = ἐμπριω, Meges ap. Orib.44.24.19 (Pass.).
cirug. sajar, cortar en v. pas., ἐμπρίζεται γὰρ (ἡ σάρξ), ἀλλὰ μετ' ὀδύνης Meges en Orib.44.21.19.
ἐμπρίζω (Α)
πριονίζω, κόβω με πριόνι (βλ. και ἐμπρίω).