προσέρχομαι
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
English (LSJ)
impf.
A -ηρχόμην Th.4.121 (unless fr. προσάρχομαι): fut. -ελεύσομαι Plb.21.14.6 (but the Att. impf. and fut. are commonly προσῄειν, πρόσειμι, q.v.): aor. -ήλυθον, -ῆλθον: pf. -ελήλυθα:—come or go to, c. dat., A.Eu.285, S.OC1104, etc.; π. Σωκράτει visit him as teacher, X.Mem.1.2.47; τινὶ ὥσπερ ἀθλητῇ Th.l.c. (v. προσάρχομαι) ; αἷς ἂν προσέλθω [γυναιξί] X.Smp.4.38: c. dat. loci, δόμοις, ἀκταῖς, A. Eu.474, E.Hel.1539: c. acc. loci, πεσσούς, δῶμα, βωμούς, Id.Med.68, 1205, Alc.171: rarely c. acc. pers., ἐπειδὴ τοὺς πρυτάνεις προσήλθομεν Aristomen.4: with Preps. governing acc., π. πρὸς τὸ ἄγγος Hdt.2.121.β; πρὸς Απολλώνιον PCair.Zen.375.4 (iii B.C.): with Advbs., π. δεῦρο S.Aj.1171, etc.; πέλας π. μου E.Andr.589, cf. S.Tr.1076, etc.; ἐγγύθεν, ὄπισθεν, Pl.Plt.289d, R.327b; ὅπῃ π. χρή ib.493b: abs., approach, draw nigh, Hdt.1.86, etc.; opp. ἀπέρχομαι, ib.199; of pain, pleasure, etc., to be nigh at hand, S.Ph.788, E.Or.859. 2 in hostile sense, attack, π. πρὸς τοὺς ἱππέας X.Cyr.6.2.16. 3 come in, surrender, capitulate, Th.3.59. 4 come forward to speak, π. τῷ δήμῳ D.18.13; πρὸς τὸν δῆμον Aeschin.3.220; πρὸς ὑμᾶς D.22.69, 24.176; πρὸς τοὺς ἱερομνήμονας SIG419.6 (Delph., iii B.C.), cf. 613.24 (ibid., ii B.C.), al.; π. πολιτείᾳ enter political life, Plu.Cat.Mi.12; π. πρὸς τὰ κοινά come forward in public, D.18.257; π. πρὸς τὸ πολιτεύεσθαι, πρὸς τὴν πολιτείαν, Din.1.111 (v.l. εἰς), 2.15; πρὸς τὴν πόλιν D.58.30; π. πρὸς ἓν πρᾶγμα ἴδιον Id.32.32; ὑμῖν (sc. Ἀθηναίοις) Id.25.42; ἐπὶ τοὺς συμμάχους X.HG6.3.3. 5 appear before a tribunal, προσελθὼν εἶπεν BGU587.2 (ii A.D.), cf. PAmh.2.66.43 (ii A.D.); π. τῷ δικαστηρίῳ κατ' αὐτοῦ PSI1.41.18 (iv A.D.); approach an official, π. διὰ βιβλιδίων τῷ λαμπροτάτῳ ἡγεμόνι BGU614.12 (iii A.D.); π. τοῖς θεοῖς in supplication, D.C.56.9. 6 π. τῇ φιλοσοφίᾳ, τοῖς νόμοις, apply oneself to . ., Philostr.VA3.18, D.S.1.95; ἐπεὶ προσῆλθον ἀγορασμῷ ἢ καὶ ὑποθήκῃ κλήρου κατοικικοῦ BGU650.6 (i A.D.); ἐξ οὗ χρόνου προσῆλθεν ἕκαστος τῇ μισθώσει ib.1047 iv 6 (ii A.D.); π. τῇ τούτου κληρονομίᾳ enter upon his inheritance, POxy.76.22 (ii A.D.), cf. 907.5 (iii A.D.), etc.; have recourse to, τοῖς ἀνασκευαστικωτέροις Sor.2.50. 7 of things, to be added, Arist.GC321b27, GA723a13. II come in, of revenue, Hdt.7.144, Lys.30.20, X.Mem.3.6.12. III have sexual intercourse, Hp.Epid.6.3.14.
German (Pape)
[Seite 762] (s. ἔρχομαι), hinzu-, herankommen, -gehen; absolut, προσελθὼν σῖγα, Soph. Phil. 22, u. öfter, wie Eur.; – gew. τινί, ἱκέτης προσῆλθες δόμοις, Aesch. Eum. 452; πατρί, Soph. O. C. 1106; ἀκταῖς, Eur. Hel. 1555; aber auch τινά, πάντας βωμοὺς προσῆλθε, Eur. Alc. 169; μνῆμα, Or. 118; Med. 1205. Uebertr., vom Schmerz, Soph. Phil. 777; προσῆλθεν ἐλπίς, Eur. Or. 857; Ar. öfter u. in Prosa; προσήρχοντο, Thuc. 4, 121; ὄπισθεν προσέρχεται, Plat. Rep. I, 327 b; δεῦρο πρόσελθε, Men. 82 b; τινί, Phaedr. 268 a u. öfter; auch in feindlichem Sinne, πρὸς τοὺς ἱππέας, Xen. Cyr. 6, 2, 16; – προσῆλθε πρὸς τὴν πολιτείαν, ging daran, befaßte sich damit, Din. 2, 15, wie πρὸς τὰ κοινά Dem. 18, 257; προσελθεῖν τῷ δήμῳ, sich ans Volk wenden mit Bitten od. Klagen, Dem. 18, 13. – Auch einkommen, von Einkünften, Her. 7, 144; Xen. Mem. 3, 6, 12. – Zu einer Frau gehen, um sie zu beschlafen, Xen. Conv. 4, 38; übh. mit Einem umgehen, ihn behandeln, οὕτω προσεληλύθασι πρὸς ὑμᾶς Dem. 24, 176, vgl. 22, 69.