προσίζω
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
c. acc.,
A come and sit near, πάγον, of suppliants, A.Supp.189; Ἄρτεμιν E.Hec.935 (lyr.); also π. περὶ τὰ βήματα Pl.R.564d; settle, ἡ μέλιττα πρὸς οὐδὲν π. σαπρόν Arist.HA596b15; ἐν τοῖς ἄνθεσιν Thphr.CP5.10.3; adhere to, Dsc.5.95. 2 metaph., cleave to, μελέτημα π. τινί E.Fr.910.9 (anap.); συγγνώμονα ἀλλήλοισι γινώσκει πρὸς ὃ προσίζει· προσίζει γὰρ τὸ σύμφορον τῷ συμφόρῳ Hp.Vict.1.6; ἡ προσίζουσα αἰτίη the inherent cause, Aret.SD1.7.
German (Pape)
[Seite 766] (s. ἵζω), dabei sitzen, übh. = προσιζάνω; πάγον, am Hügel, Aesch. Suppl. 186; σεμνὰν προσίζουσ' Ἄρτεμιν, Eur. Hec. 935; περὶ τὰ βήματα προσῖζον, Plat. Rep. VIII, 564 c; Sp., wie Theophr.