προσκαθιδρύω
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
A place upon, περίαπτα ξοάνοις Ph.2.559 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
προσκαθιδρύω: τοποθετῶ ἐπί τινος, τινί τι Φίλων 2. 559.