insoluble
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English > Greek (Woodhouse)
adjective
not to be dissolved: P. ἄτηκτος.
not to be discovered: Ar. and P. ἀτέκμαρτος, V. δυσμαθής, δυστέκμαρτος, ἀξύμβλητος, δυσεύρετος, ἄσκοπος.