πτοέω

From LSJ
Revision as of 19:52, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτοέω Medium diacritics: πτοέω Low diacritics: πτοέω Capitals: ΠΤΟΕΩ
Transliteration A: ptoéō Transliteration B: ptoeō Transliteration C: ptoeo Beta Code: ptoe/w

English (LSJ)

and πτοιέω, fut.

   A -ήσω AP7.214 (Arch.): Ep. aor. ἐπτοίησα, Aeol. ἐπτόαισα (v. infr.):—Pass., Ep. aor. ἐπτοιήθην Call.Dian.191: pf. ἐπτόημαι, Ep. ἐπτοίημαι (v. infr.):—terrify, scare, AP l.c.:—Pass., to be scared, dismayed, φρένες ἐπτοίηθεν Od.22.298; ἐξ ὕπνου κέκραγεν ἐπτοημένη A.Ch.535; ἐπτοημένας δεινοῖς δράκουσιν by serpents, E.El. 1255 (s. v.l.); ἔβαλλε χεῖρας ἐπτοημένας Id.Tr.559 (lyr.); πτοηθεὶς ἐπὶ τοῖς ἠγγελμένοις Plb.31.11.4, cf. LXX Ex.19.16, al., Ev.Luc.21.9, 24.37; περὶ ὃ ἂν τύχῃ Polystr.p.29 W.; of animals, Q.S.11.48, 13.457.    II metaph., flutter, excite by any passion, τό μοι καρδίαν . . ἐπτόαισεν Sapph.2.6, cf. eand.Supp.14.6; τὴν δὲ φρένας ἐπτοίησεν Κύπρις A.R.1.1232; Κύπρις ἐπ' Αἰακίδῃ κούρῃ φρένας ἐπτοίησεν Poet. ap.Parth.21.2:—Pass., to be passionately excited, Mimn.5.2 (= Thgn. 1018); ἐπτοημένοι φρένας A.Pr.856; ὡς ἐπτόηται E.Ba.214, cf. IA 1029; ἔρωτι ἐπτοάθης ib.586 (lyr.); πτοιηθεὶς ὑπ' ἔρωτι Call.l.c.; τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι Pl.Phd.68c, cf. R.439d, Epicur.Fr. 465; περὶ τὴν ὀχείαν Arist.HA614a26, cf. 571b10; περὶ τὰ ὄψα Plu. 2.1128b; περὶ τὸ κέρδος Onos.1.20; ἐς γυναῖκας Luc.Am.5; ἐπὶ τὸ νέον ib.23; ἐπὶ γυναικί Parth.4.2; πρὸς τὰς αἶγας Plu.2.989a; τῇ γνώμῃ πρὸς τὸν πόλεμον Id.Sull.7; to be distraught, μεθ' ὁμήλικας ἐπτοίηται he gapes like one distraught after his fellows, Hes.Op.447; τὸ πτοηθέν distraction, E.Ba.1268. (πτοι- only in dactylic verse, perh. metri gr.; the -άω inflexion only in Thgn. l.c., E.IA586 (lyr.); Lesb. -αις (ε) may have -αι- for -η- as αἰμίονος, etc.)

German (Pape)

[Seite 810] auch πτοιέω u. πτοιάω, scheuchen, in Furcht u. Schrecken setzen, und dadurch zum Fliehen bringen, fortjagen, pass. sich fürchten, ängstigen, φρένες ἐπτοίηθεν, Od. 22, 298; ἐπτοημένοι φρένας, Aesch. Prom. 858, vgl. Ch. 528; πτοιοῦμαι ὑπέρ τινος, Philet. 13; εἵρξει νιν ἐπτοημένας δεινοῖς δράκο υσιν, Eur. El. 1255, u. öfter; ἔρωτι αὐτὸς ἐπτοάθης, I. A. 586; bes. = von einer Leidenschaft hingerissen werden, z. B. von leidenschaftlicher Liebe, Theogn. 1012; Mimn. 3, 2, Bach; vgl. μεθ' ὁμήλικας ἐπτοίηται, er gafft unruhig, unstät nach andern Gleichalterigen, Hes. O. 449; im perf. gefesselt sein, τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι, Plat. Phaed. 68 c, vgl. 108 a Rep. IV, 439 d; Folgde; εἰς γυναῖκας ἐπτόητο, Luc. amor. 5; πρός τι, Plut. Sull. 7; περὶ τὰ ὄψα, de occulte viv. i. A.; πτοηθεὶς ἐπὶ τοῖς ἠγγελμένοις, Pol. 31, 19, 4, in Furcht gesetzt; ἐπτοημένος καὶ πλήρης ἀγωνίας, im Ggstz von περιχαρής, 8, 21, 2; Sp.