πυρρίχιος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A of or belonging to the πυρρίχη, π. [εἶδος], ὄρχησις, the Pyrrhic dance, Luc.Salt.9, Hld.3.10; π. δρόμος Hdn.4.2.9. II in Metric, ποὺς π. a pyrrhic, i.e. a foot consisting of two short syllables, used in the πυρρίχη, Longin.41.1, Heph.3.1, Aristid.Quint.1.15.
Greek (Liddell-Scott)
πυρρίχιος: [ῐ], ὁ, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν πυρρίχην, π. ὄρχημα, ὄρχησις, Λουκ. π. Ὀρχ. 9, Ἡλιόδ. 3. 10· π. δρόμος Ἡρῳδιαν. 4. 2, 9. ΙΙ. ποὺς π., ποὺς συγκείμενος ἐκ δύο συλλαβῶν βραχειῶν, ἐγένετο δὲ χρῆσις αὐτοῦ ἐν τῇ πυρρίχῃ, ἤτοι τῷ πολεμικῷ ᾄσματι, Λογγῖν. 41. 1, Δημήτρ. Φαληρ. κλπ.