ῥάπα
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
τὴν καλάμην, καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ αὐλοῦντας ῥαπαύλους, Hsch. (ῥαπατὴν κ. and ῥαπάλους cod.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥάπα: ἡ, = τῷ Λατ. rapa, = γογγυλίς, Διοσκ. 2. 134.