emancipación
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Spanish > Greek
ἀπελευθερισμός, ἀπελευθέρωσις, ἐκποίησις, ἐξοικείωσις, ἐξωχειριότης, καρπισμός, χειραφεσία
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
ἀπελευθερισμός, ἀπελευθέρωσις, ἐκποίησις, ἐξοικείωσις, ἐξωχειριότης, καρπισμός, χειραφεσία