καρπισμός

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπισμός Medium diacritics: καρπισμός Low diacritics: καρπισμός Capitals: ΚΑΡΠΙΣΜΟΣ
Transliteration A: karpismós Transliteration B: karpismos Transliteration C: karpismos Beta Code: karpismo/s

English (LSJ)

(A), ὁ, (καρπίζω A)
A exhaustion, τῆς γῆς Thphr.CP4.8.2.
II profit, Arist.Pr.952b6.

(B), ὁ, (καρπίζω B), καρπιστεία and καρπιστία, ἡ, = Lat. vindiciae, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1328] ὁ, 1) das Einsammeln, Ernten der Früchte; τῆς γῆς, das Aussaugen der Erde durch übertriebenen Anbau, Theophr. – 2) das Freisprechen eines Sklaven durch den römischen Prätor, der ihn mit einer Ruthe, καρπίς, berührte, emancipatio, Clem. Alex. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καρπισμός: ὁ, (καρπίζω Α) ἡ συγκομιδὴ καρποῦ, καρ. τῆς γῆς, ἐξάντλησις τοῦ ἐδάφους, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 2.

Greek Monolingual

(I)
ο (Α καρπισμός) καρπίζω (Ι)]
νεοελλ.
συλλογή, συγκομιδή καρπών
αρχ.
εξάντληση («καρπισμὸς τῆς γῆς», Θεόφρ.).
(II)
καρπισμός, ὁ (Α) καρπίζω (II)]
η απελευθέρωση δούλου που γινόταν επίσημα με το άγγιγμά του από τον κύριό του με ράβδο.

Translations

emancipation

Belarusian: эмансіпацыя, вызваленне; Bulgarian: еманципация; Catalan: emancipació; Chinese Mandarin: 解放; Czech: osvobození, emancipace; Danish: frigørelse, frigørelser; Dutch: ontvoogding, emancipatie; Esperanto: emancipiĝo; Finnish: vapauttaminen, vapautus; French: émancipation; Galician: emancipación; German: Emanzipation, Freilassen, Freilassung; Greek: χειραφέτηση; Ancient Greek: ἀπελευθερισμός, ἀπελευθέρωσις, ἐκποίησις, ἐξοικείωσις, ἐξωχειριότης, καρπισμός, χειραφεσία; Hebrew: אמנציפציה‎; Hungarian: felszabadítás, emancipáció; Japanese: 解放; Kazakh: эмансипация; Khmer: ការអោយរួចជាអ្នកជា; Kurdish Central Kurdish: ڕزگاری‎; Latvian: emancipācija, atbrīvošana; Latin: emancipatio; Macedonian: ослободување, еманципација; Polish: emancypacja, wyzwolenie; Portuguese: emancipação; Romanian: emancipare; Russian: эмансипация, освобождение; Sanskrit: मोक्ष; Spanish: emancipación; Swedish: frigörelse, emancipation; Ukrainian: емансипація, зві́льнення; Welsh: rhyddfreiniad; Yiddish: עמאַנציפּאַציע‎