interno
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Spanish > Greek
ἔμφυλος, ἐμφύλιος, εἴσω, ἐντός, ἐνδιάθετος, ἐντοσθίδιος, ἐνδόσθιος, ἐγκατόεις, ἐνδάπιος, ἐντόπιος, ἔμφυτος, ἐσωτερικός, εἰσωτερικός