ἔμφυλος
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
English (LSJ)
and ἐμφύλιος, ον, the latter being preferred in Trag.: (φῦλον:—
A in the tribe, i.e. of the same tribe or race, ἀνὴρ ἔμφυλος Od. 15.273; ἐμφύλιοι kinsfolk, S.Ant.1264 (lyr.), Pl.Lg.871a; ἐμφύλιον αἷμα the guilt of kindred blood, i.e. the murder of a kinsman, Pi. P.2.32, Pl.R.565e, cf. S.OT1406; τοὔμφυλον αἷμα Id.OC407; στάσιές τε καὶ ἔμφυλοι φόνοι ἀνδρῶν Thgn.51; ἔμφυλοι παρ' ἑκατέροις = registered in a tribe, GDI5040.15 (Hierapytna).
2 γῆ ἐμφύλιος = one's native land, S.OC1385.
II in or among one's people or family, μάχα Alc.Supp.23.11; ἔμφυλος στάσις intestine discord, Sol. 4.19, Hdt.8.3, Democr.249; Ἄρης ἐμφύλιος A.Eu.863; μάχη Theoc. 22.200; πόλεμος Plb.1.65.2, cf. Plu.Pomp.24.
Spanish (DGE)
(ἔμφῡλος) -ον
I 1de la misma familia, raza o linaje, ἀνήρ Od.15.273, αἶμα S.OC 407, Orph.A.1163, μίασμ' ἔμφυλον mancha familiar Lyc.1122, κούρη Nonn.D.48.436
•que forma parte de una tribu, adscrito a una tribu ὅσοι κα ἔωντι ἔμφυλοι παρ' ἑκατέροις ICr.3.3.4.15 (Hierapitna II a.C.), cf. 3.4.1B.5 (Itanos III a.C.).
2 de guerras y conflictos civil, intestino, interno μάχα Alc.70.11, στάσις Sol.3.19, Hdt.8.3, I.AI 19.228, Paus.8.51.3, Orac.Sib.7.20, πόλεμος Paus.4.28.5, Ael.NA 7.10, ἔμφυλοι φόνοι matanzas fratricidas Thgn.51, cf. Lyc.990, App.BC 1.2, ἔργον ἔμφυλον disensión interna App.BC 1.1, ἔμφυλοι ἔριδες disputas intestinas D.Chr.17.10.
3 natural, propio de c. dat. πέτρῃσι βαθείαις ἔμφυλοι unos peces, Opp.H.1.249, c. gen. παρθενίης ἔμφυλον ἔχω φόβον tengo el miedo propio de la virginidad Nonn.D.2.113.
II adv. -ως internamente ἐμφύλως οὗτος ὁ πόλεμος ἐν τῇ ψυχῇ συνίσταται Gr.Nyss.M.46.92B.
German (Pape)
[Seite 820] zu demselben Volksstamme gehörig; ἀνήρ Od. 16, 273; dah. αἷμα ἔμφ., Verwandtenmord, Soph. O. C. 408; Orph. Arg. 1161; στάσις, innerer Aufruhr, Bürgerkrieg, Her. 8, 3; Sol. bei Dem. 19, 255. Die att. Prosa zieht ἐμφύλιος vor.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de la même famille : ἔμφυλος ἀνήρ OD parent ; ἔμφυλον αἷμα SOPH meurtre d'un parent.
Étymologie: ἐν, φῦλον.
Russian (Dvoretsky)
ἔμφῡλος: Hom., Soph., Her., Solon ap. Dem. = ἐμφύλιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμφῡλος: καὶ ἐμφύλιος, ον, ὧν τὸ δεύτερον προτιμᾶται παρ’ Ἀττ.: (φῦλον)· ἐν τῇ φυλῇ, δηλ. ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς ἢ ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους, ἄνδρα κατακτὰς ἔμφυλον, «ὁμόφυλον, φυλέτην» (Σχόλ.), Ὀδ. Ο. 273· ἐμφύλιοι = συγγενεῖς, Σοφ. Ἀντ. 1264, Πλάτ. Νόμ. 871Α· ἐμφύλιον αἷμα, φόνος συγγενοῦς, Πινδ. Π. 2. 57, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 565Ε· τοὔμφυλον αἷμα Σοφ. Ο. Κ. 407· στάσιές τε καὶ ἔμφυλοι φόνοι ἀνδρῶν Θέογν. 51· αἷμ’ ἐμφύλιον Ο. Τ. 1406· ἔμφυλοι παρ’ ἑκατέροις Ἐπιγρ. Κρήτης ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 14. 2) γῆ ἐμφύλιος, ἡ γενέτειρα γῆ, Σοφ. Ο. Κ. 1385. ΙΙ. ἔμφυλος στάσις, ἡ μεταξὺ τῶν συμφυλετῶν γινομένη, Σόλων 3. 19, Ἡρόδ. 8. 3· οὕτως, Ἄρης ἐμφύλιος Αἰσχύλ. Εὐμ. 863· μάχην ἐμφύλιον ἀνδρῶν Θεόκρ. 22. 200· πόλεμος ἐμφύλιος Πολύβ. 1. 65, 2· στάσις Πλουτ. Πομ. 24.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἔμφυλος, -ον)
1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή
2. αυτός που γίνεται μεταξύ ατόμων της ίδιας φυλής, ο εμφύλιος
3. βιολ. «έμφυλος γένεση» — αυτή στην οποία συνεργούν και τα δύο φύλα, αρσενικό και θηλυκό
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έμφυλος
γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κρυπτοφαγιδών.
Greek Monotonic
ἔμφῡλος: -ον (ἐν, φῦλον),·
I. αυτός που είναι από την ίδια φυλή ή από το ίδιο γένος, ομόφυλος, ομογενής, σε Ομήρ. Οδ.
II. αυτός που ανήκει στη φυλή κάποιου, ἔμφ. στάσις, εμφύλια σύγκρουση, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἔμ-φῡλος, ον adj [ἐν, φῦλον
I. of the same tribe or race, Od.
II. in one's tribe, ἔμφ. στάσις civil strife, Hdt.
English (Woodhouse)
civil, domestic, internecine, in the clan, opposed to foreign