ἐμφύλιος
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῡ-, pero -ῠ- Orac.Sib.8.90]
1 del mismo pueblo, de la misma raza o linaje, ciudad o nación, αἷμα Hes.Fr.190.2, Pi.P.2.32, S.OT 1406, Pl.R.565e, A.R.1.865, Orac.Sib.3.465, D.H.3.18, Memn.1.2.2, Plu.Sull.4, Paus.2.20.2, Hdn.1.13.3, Porph.Abst.2.27, Gr.Nyss.V.Mos.27.3, γῆ S.OC 1385, de pers. κτανόντας τε καὶ θανόντας βλέποντες ἐμφυλίους S.Ant.1264, δήμιοι Ast.Soph.Hom.3.6
•subst. ὁ ἐμφύλιος Pl.Lg.871a, Fauorin.de Ex.9.38, Eus.PE 13.21.10, Gr.Nyss.V.Mos.38.7
•tb. de abstr. ὀμφή A.R.4.725, ἐμφύλιον μύσος impureza compartida por todo el linaje, que afecta a toda la familia, TAM 5.1539.38 (Lidia II/I a.C.), ἄγος D.H.3.15, αἰδώς Triph.149
•subst. ἐμφύλια πάντα διώκω me ocupo de todas (las obligaciones) propias de mi linaje Colluth.282.
2 de conflictos interno, intestino ἄρης A.Eu.863, ἐ. πόλεμος guerra civil, IM 46.11 (III a.C.), Plb.24.3.1, Mon.Anc.Gr.1.19, Ph.1.248, Orac.Sib.8.90, ἐν τοῖς τῶν Ἑλλήνων ἐμφυλίοις πολέμοις D.S.8.1, ἤρξατο ... τοῖς Ἑβραίοις ... ἔ. πόλεμος I.AI 7.20, cf. D.H.1.7, Plu.Num.6, App.Hisp.438, Gal.14.603, D.C.38.17.4, Hdn.1.1.4, op. ξενικός Plb.1.71.7, Ph.2.266, op. ὀθνεῖος D.C.42.9.3, de un conflicto entre aliados ἐξεδέξατο ... πόλεμος ἐ. Ῥωμαίους ... ὁ πρὸς τοὺς Φαλίσκους Plb.1.65.2, στάσις ἐ. ἐς ἑκάτερα κακόν Democr.B 249, cf. Plb.4.81.13, Ph.1.307, I.AI 18.8, Paus.5.4.6, Philipp.Perg.1, Ptol.Tetr.2.9.11, μάχη Theoc.22.200, ἡ τῆς ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐ. ... στάσις ref. a las contiendas entre ortodoxos y heréticos, Eus.VC 3.12.2, φόνος Ph.1.326, D.S.1.66, Vit.Fr.Pap. en POxy.1241.3.29, ταραχαί D.H.2.3, διχοστασίαι D.H.2.6, κακά I.BI 7.66, θόρυβοι Plu.Cor.12, νίκη Hdn.3.9.1
•subst. τὰ ἐμφύλια las guerras civiles τὰ περὶ Σύλλαν ἐμφύλια App.Hisp.101, cf. Syr.51
•fig. de la lucha en el interior del hombre entre la ley del pecado y la del espíritu, Gr.Naz.Ep.249.20, cf. Gr.Nyss.Beat.160.13.
German (Pape)
[Seite 820] = ἔμφυλος; αἷμα Pind. P. 2, 32, wie Soph. O. R. 1406 u. Plat. Rep. VIII, 565 e; οἱ ἐμφύλιοι, die Verwandten, Soph. Ant. 1250; auch γῆ, Vaterland, O. C. 1387; Ἄρης Aesch. Eum. 825, wie πόλεμος Pol. 1, 65, 2; Plut. Cic. 36; μάχη Theocr. 22, 200; ταραχή, στάσις u. ä., Pol. u. Folgde, Bürgerkrieg. – Οἱ ἐμφύλιοι, Stammgenossen, Plat. Legg. IX, 871 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est de la même tribu ou de la même race :
1 de la même famille : οἱ ἐμφύλιοι les parents ; ἐμφύλιον αἷμα SOPH un sang de famille;
2 du même pays : γῆ ἐμφύλιος SOPH terre natale;
3 du même peuple : στάσις PLUT dissension civile ; Ἄρης ἐμφύλιος ESCHL discordes civiles.
Étymologie: ἔμφυλος.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφύλιος: (ῡ)
1 соплеменный: οἱ ἐμφύλιοι Plat. соплеменники, родичи;
2 родственный, родной: γῆ ἐ. Soph. родина; οἱ ἐμφύλιοι Soph. родственники, родные (ср. 1); αἷμα ἐμφύλιον Soph. родня, но тж. Pind., Plat., Plut. убийство родственников;
3 междоусобный, внутренний (Ἄρης Aesch.; μάχη Theocr.; πόλεμος Polyb., Plut.; στάσεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφύλιος: ον = ἔμφυλος, ὃ ἴδε.
English (Slater)
ἐμφῡλιος of one's own kin ἥρως ὅτι ἐμφύλιον αἷμα πρώτιστος ἐπέμειξε θνατοῖς i. e. Ixion, by the murder of his father in law, Deioneus (P. 2.32)
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐμφύλιος, -ον)
αυτός που γίνεται ανάμεσα σε ομοεθνείς ή ομόφυλους, σε άτομα του ίδιου έθνους ή της ίδιας φυλής («εμφύλιος πόλεμος»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή («μὴ ἀπόσχηται ἐμφυλίου αἵματος», Πλάτ.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐμφύλιοι
οι συγγενείς
3. φρ. α) «γῆ ἐμφύλιος» — γενέτειρα, πατρίδα
β) «ἐμφύλιον αἷμα» — φόνος συγγενούς.
Greek Monotonic
ἐμφύλιος: -ον, = το επόμ.·
I. ἐμφύλιοι, συγγενείς, οικείοι, ομόφυλοι, σε Σοφ.· αἷμ' ἐμφύλιον, στον ίδ.· γῆ ἐμφύλιος, η γενέτειρα κάποιου, η πατρίδα του, στον ίδ.
II. αυτός που ανήκει στη φυλή ή τάξη κάποιου, Ἄρης ἐμφύλιος, σε Αισχύλ.· μάχη, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ἐμφύλιος, ον adj = ἔμφῡλος]
I. ἐμφύλιοι, kinsfolk, Soph.; αἷμ' ἐμφύλιον Soph.; γῆ ἐμφύλιος one's native land, Soph.
II. in one's tribe, Ἄρης ἐμφύλιος Aesch.; μάχη Theocr.
English (Woodhouse)
civil, domestic, internecine, in the clan, opposed to foreign