ἐνδιάθετος
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
ἐνδιάθετον,
A residing in the mind (ἐν τῇ διαθέσει, opp. ἐν τῇ προφορᾷ, Porph.Abst.3.3), ἐνδιάθετος λόγος conception, thought, opp. προφορικὸς λόγος (expression), Stoic.2.43, etc.; of the immanent reason of the world, Ph.1.598; ἕξις ib.36, Plu.2.48d; ὁ ἐνδιάθετος ἄνθρωπος = the inner man, Corp.Herm.13.7 (s.v.l.).
2 innate, περιαυτολογία Plu.2.44a: hence, unaffected, spontaneous, Hermog.Id.2.7; τὸ ἐνδιάθετον ib.1.11, al.
3 τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον = your disposition towards us, PAmh.2.145.12 (iv/v A. D.). Adv. ἐνδιαθέτως λέγειν = speak from the heart, Hermog.Id.2.7; βοᾶν Sch.Arat.968; εὔχεσθαι Eust.ad D.P. 739.
II deep-seated, opp. ἐπιπόλαιον, ἄλγημα Gal.14.739.
2 Adv. fixedly, opp. προσκαίρως, Sor.1.92.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inmanente, interior, que reside en el interior del hombre λόγος ἐ. discurso o razón inmanente, interior en fil. estoica, ret. y teol. crist., op. προφορικός ‘proferido’, ‘externo’ ἄνθρωπος οὐχὶ τῷ προφορικῷ λόγῳ διαφέρει τῶν ἀλόγων ζῴων ... ἀλλὰ τῷ ἐνδιαθέτῳ Chrysipp.Stoic.2.43.20, cf. S.E.P.1.65, Porph.Abst.3.2, Rh.7.2, Origenes Cels.6.65, (ὁ λόγος) κατὰ τὴν ψυχήν, ὃν ἐνδιάθετον καλοῦσι Gal.1.1, cf. Sch.D.T.568.40, ἐ. ἕξις capacidad inmanente del hombre para razonar, Ph.1.36, ῥώμη ἐ. fuerza interior Plu.2.130b, ὁ ἐ. ἄνθρωπος el hombre interior, e.e., en su aspecto trascendente Corp.Herm.13.7
•medic. interno κεφαλαία ἐστὶ κεφαλῆς ἄλγημα ἐνδιάθετον Gal.14.739.
2 profundamente arraigado en el interior del alma περιαυτολογία Plu.2.44a
•esp. de pers. queridas y sentimientos de afecto entrañable, del corazón o del alma ἐ. φίλος Callinic.Mon.V.Hyp.35.1, ἡ ἐ. μου θυγάτηρ mi hija del alma, SB 6000.3 (VI d.C.), cf. PErl.120.11 (biz.), ἡ σὴ ἐ. φιλία PMasp.295.3.24, SB 9138.2 (ambos VI d.C.)
•subst. τὸ ἐ. sentimiento arraigado, disposición interior τὸ [σὸν] εἰς ἡμᾶς ἐ. PAmh.145.12 (IV/V d.C.).
3 ret. espontáneo, natural, no afectado del estilo ὁ ἐ. καὶ ἀληθὴς καὶ οἷον ἔμψυχος λόγος Hermog.Id.2.7 (p.352)
•τὸ ἐ. espontaneidad como rasgo de estilo, Hermog.Id.1.11 (p.280).
II que forma parte del pacto, de la alianza ref. las sagradas escrituras, canónico βίβλοι Pall.V.Chrys.7.42, cf. Basil.M.31.649B, Callinic.Mon.V.Hyp.29.1, γραφαί Adam.Dial.5.19.
III adv. -ως
1 ret. espontáneamente, con naturalidad μηδ' ἐ. μηδ' ἐμψύχως λέγειν Hermog.Id.2.7 (p.359).
2 de corazón ἡ σώφρων τὸν ἄνδρα ἐ. φιλεῖ la mujer casta ama a su marido desde el fondo de su corazón, Hom.Clem.13.16, εὔχεσθαι Eust.in D.P.739
•apasionadamente θήλειαι θηλείαις ἐπὶ τῆς αὐτῆς κοίτης ἐ. περιπλεκόμεναι Basil.M.30.797B.
3 definitivamente, con carácter permanente op. προσκαίρως ‘momentáneamente’, Sor.2.9.71.
German (Pape)
[Seite 833] in der Seele, innerlich; λόγος, das innerlich Gedachte, im Gegensatz zum Ausgesprochenen, προφορικός od. ἐν προφορᾷ, Philo, Plut. philosoph. c. princ. 2, a. Sp., auch = tief in die Seele eingeprägt. – Adv., ἐνδιαθέτως λέγειν, Rhett.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
litt. disposé intérieurement, càd qui existe intérieurement, de soi-même ; inné, qui est au fond de l'âme : λόγος ἐνδιάθετος PLUT le langage intérieur, ce que nous dit notre raison ; ἐνδιάθετος ἕξις PLUT habitude intime.
Étymologie: ἐν, διατίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδιάθετος: филос. внутренний, врожденный, духовный (λόγος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιάθετος: -ον, ὁ ἐν τῇ διανοίᾳ γινόμενος, ἐνδόμυχος, ἐνδιάθετος λόγος, ὁ ἐν τῷ διαλογιστικῷ γινόμενος ἄνευ τινὸς ἐκφωνήσεως, ἀντιτίθεται δὲ τῷ προφορικός, Φίλων 2. 154, κτλ., πρβλ. Wyttenb. ἐν Πλουτ. 2. 44Α· ἐντεῦθεν ἐφαρμόζεται εἰς τὸν θεῖον λόγον ὑπὸ τῶν Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ., ἐνδιαθέτως λέγειν, ὁμιλεῖν ἀπὸ καρδίας, μὴ ματαιολογεῖν, Ἑρμογέν. ΙΙ. βίβλοι ἐνδιάθετοι, αἱ συμπεριλαμβανόμεναι ἐν τῷ κανόνι τῷ ἱερῶν βιβλίων, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐνδιάθετος, -ον)
1. αυτός που ευρίσκεται ή γίνεται μέσα στην ψυχή χωρίς να εκφράζεται («ενδιάθετος λόγος»)
2. εκείνος που προέρχεται από τη νόηση
3. έμφυτος, φυσικός
4. φρ. «ἐνδιάθετα βιβλία της Ἁγίας Γραφῆς» — τα αναγνωρισμένα ως κανονικά από την Εκκλησία
αρχ.
1. αυθόρμητος, απροσποίητος
2. αγαπητός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδιάθετον
φιλική διάθεση.