irremediable
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ἀνήκεστος; see incurable.
Spanish > Greek
ἀθεράπευτος, ἀνυπέρβατος, ἄπορος, ἀνήκεστος, ἀβοήθητος, ἀνίατος, ἄλυτος, ἀδιόρθωτος, ἄφυκτος, ἀκατόρθωτος, ἀμήχανος, ἀγαπητός