poder absoluto
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
Spanish > Greek
δημαρχία, αὐταρχία, αὐτοδεσποτεία, αὐθεντία, αὐτοκρατορία, δεσποτεία, τὸ αὐτοδέσποτον
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
δημαρχία, αὐταρχία, αὐτοδεσποτεία, αὐθεντία, αὐτοκρατορία, δεσποτεία, τὸ αὐτοδέσποτον