αὐτοκρατορία
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἡ, sovereignty, of the Emperors, D.C. 67.12; also αὐτοκρατορεία, ἡ, reign of an Emperor, PFlor.56.13 (iii A.D.), etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Grafía: graf. -εία PLips.9.15 (III d.C.), PFlor.56.13 (III d.C.)
poder absoluto ref. al emperador principado τῆς Κλαυδίου Καίσαρος αὐτοκρατορίας I.AI 19.351, μετὰ τὴν ... Ἀντωνίνου Μεγάλου αὐτοκρατορ[εία] ν PFlor.l.c., Διὸς ... αὐτωκρατορία (sic) TAM 2.405 (Patara), cf. D.C.67.12.1, PLips.l.c.
•imperio por op. a realeza y tiranía τὸ τῆς αὐτοκρατορίας ἀξίωμα Lyd.Mag.1.3.
German (Pape)
[Seite 398] ἡ, Selbstherrschaft des Kaisers, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκρᾰτορία: ἡ, ἀπόλυτος ἐξουσία ἢ κυβέρνησις, τὸ κράτος τοῦ αὐτοκράτορος, τῷ Τραϊανῷ ἡ τῆς αὐτοκρατορίας ἀρχὴ προερρήθη Δίων Κ. 67. 92· παρὰ Βυζ., ἡ σὴ Αὐτοκρατορία = ἡ σὴ Μεγαλειότης.
Greek Monolingual
η (AM αὐτοκρατορία)
μορφή μοναρχικής διακυβέρνησης, απόλυτη εξουσία
μσν.- νεοελλ.
το μεγαλείο του αυτοκρατορικού αξιώματος
νεοελλ.
1. έθνος ή χώρα που διοικείται από αυτοκράτορα
2. σύνολο χωρών που κυβερνώνται από την ίδια εξουσία
3. κάθε μεγάλο έθνος ή κράτος ανεξάρτητα από τη μορφή διακυβέρνησής του
4. πανίσχυρος οικονομικός οργανισμός ή εταιρεία.