δημαρχία
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
English (LSJ)
ἡ,
A the office or rank of δήμαρχος (demarch), D.57.63; at Rome, tribunate, Plu.Fab.9, etc.
II office in general, Ph.Fr. 33 H. (pl.).
2 = δημοκρατία (democracy), Hsch.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I 1demarquía, administración o presidencia del demo en Atenas, D.57.63
•sent. dud., quizá organización o reglamentación de los demos δ. ἡ μέζων Sokolowski 3.18 tít. (Ática IV a.C.).
2 demarquía, cargo de demarco o jefe del pueblo principal magistratura municipal en Nápoles, como func. epón. CIL 10.1478, 1492 (ambas imper.).
3 en Roma tribunado, cargo de tribuno de la plebe D.H.5.77, Plu.Fab.9, Cor.16, Sert.4, Pomp.22, Arr.Epict.1.19.24, 4.1.60, 3.9, App.BC 1.21, D.C.37.51.2.
II usos genéricos
1 cargo público δημοκοπίαι τε καὶ δημαρχίαι τῷ τοιούτῳ τιμαί· τὸ δὲ ἡσυχάζειν ἀτιμότατον Ph.Fr.Gen.4.47.
2 tiranía, poder absoluto peyor. ἀπὸ δημαγωγίας ἐπὶ δημαρχίαν βαδίζοντες pasando de la demagogia a la tiranía Ph.1.669.
3 gobierno del pueblo, democracia Hsch.
German (Pape)
[Seite 561] ἡ, das Amt des Demarchen, Dem. 57, 63; das Amt des Volkstribunen, Plut. u. a. Sp. oft.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 fonction de démarque;
2 à Rome charge de tribun du peuple.
Étymologie: δήμαρχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημαρχία -ας, ἡ δημαρχέω volkstribunaat.
Russian (Dvoretsky)
δημαρχία: ἡ
1 демархия, звание или должность демарха Dem.;
2 (в Риме) народный трибунат (лат. tribunatus plebis) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δημαρχία: ἡ, τὸ ὑπούργημα καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ δημάρχου, Δημ.
Greek Monolingual
η (AM δημαρχία) δήμαρχος
το αξίωμα, το υπούργημα του δημάρχου
νεοελλ.
1. η άσκηση του δημαρχικού αξιώματος
2. ο χρόνος της δημαρχικής θητείας («επί της δημαρχίας του»)
3. το δημαρχείο
αρχ.
1. η ρωμαϊκή δημαρχία, (tribunatus)
2. γεν. το αξίωμα
3. δημοκρατία.
Greek Monotonic
δημαρχία: ἡ, αξίωμα ή λειτούργημα του δημάρχου, σε Δημ.· περίοδος άσκησης του συγκεκριμένου αξιώματος, σε Πλούτ.