αὐθεντία
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
ἡ,
A absolute sway, authority, CIG2701.9 (Mylasa), PLips.37.7(iv A. D.), Corp.Herm.1.2, Zos.2.33.
2 restriction, LXX 3 Ma.2.29.
3 αὐθεντίᾳ ἀποκτείνας with his own hand, D.C.Fr.102.12.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Grafía: graf. -εία POxy.2664.1 (III d.C.)
I 1poder absoluto, autoridad ἐξ αὐθεντείας τῆς ἡγεμονίας SB 11547b.9 (III d.C.), ἐξ αὐθεντείας Κλαυδίου Μαρκέλλου POxy.l.c., ἐξ αὐθεντίας τοῦ δικαστηρίου PLips.33.2.7, 28 (IV d.C.), s. cont. IMylasa 611.10 (IV d.C.), ἐκ μονήρους αὐθεντίας Lyd.Mag.1.38, de los prefectos, Zos.2.33, ὁ τῆς αὐθεντίας νοῦς (ὁ Ποιμάνδρης) Corp.Herm.1.2
•en lit. crist. poder soberano de Dios αὐ. παντοκρατορική Clem.Al.Strom.4.1.2.2, de la Trinidad, Eus.HE 10.4.65, τῆς ἐκκλησίας Basil.Ep.92.3
•para un fin concreto, de una regla monástica περὶ αὐθεντίας καὶ ὑπακοῆς Basil.M.31.1021A
•en mal sent., de las fuerzas infernales dominio, tiranía Thdr.Mops.M.66.929C, cf. Pall.V.Chrys.47.9.
2 autoridad sobre uno mismo, independencia λαβεῖν γυναῖκα ... εὐπορωτέραν ... ἔβλαψε ... εἰς αὐθεντίαν καὶ ἐλευθερίαν τὸν ἄνδρα Chrys.Ep.Thdr.5.9
•ἐξ ἰδίας αὐθεντίας por propia iniciativa Eus.HE 9.9.13.
3 restricción de derechos προσυνεσταλμένη αὐ. LXX 3Ma.2.29.
II asesinato en dat. c. valor adverbial δήμαρχόν τινα αὐθεντίᾳ ἀποκτείνας habiendo dado muerte a un demarco con su propia mano D.C.Fr.102.12.
Greek (Liddell-Scott)
αὐθεντία: ἡ, ἀπόλυτος κυριότης, ἐξουσία, Συλλ. Ἐπιγρ. 2701. 9, Ἐκκλ. 2) αὐθεντίᾳ ἀποκτείνας, ἰδίᾳ χειρὶ φονεύσας, Δίων Κ. Ἐκλογ. σ. 49.
Greek Monolingual
η (AM αὐθεντία) αυθέντης
νεοελλ.
1. το αναμφισβήτητο κύρος σε κάποιον τομέα της επιστήμης ή της τέχνης
2. αυτός που διαθέτει το αναμφισβήτητο κύρος, ο κατεξοχήν ειδικός
μσν.
1. το αξίωμα του «αυθέντου»
2. η τάξη των αρχόντων
3. η περιοχή στην οποία ασκεί την εξουσία του ο αυθέντης (πρβλ. και αφεντιά)
αρχ.
1. η απόλυτη κυριότητα
2. φρ. «αὐθεντίᾳ ἀποκτείνας» — αφού τον σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια.
German (Pape)
ἡ, eigene Macht, Selbstherrschaft, Sp.