σμηματοδοκίς

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμημᾰτοδοκίς Medium diacritics: σμηματοδοκίς Low diacritics: σμηματοδοκίς Capitals: ΣΜΗΜΑΤΟΔΟΚΙΣ
Transliteration A: smēmatodokís Transliteration B: smēmatodokis Transliteration C: smimatodokis Beta Code: smhmatodoki/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A box of unguents, Hsch.s.v. ῥύμμα.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κουτί για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, -ήματος + -δοκίς (< -δοκος < δέχομαι)].