κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
αἱμοβόρος, αἱμοχαρής, αἱματοχαρής, δαφοινός, δαφοινήεις, ἐναιμής, αἱμοπότης, ὠμηστής