σπειροφόρος

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπειροφόρος Medium diacritics: σπειροφόρος Low diacritics: σπειροφόρος Capitals: ΣΠΕΙΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: speirophóros Transliteration B: speirophoros Transliteration C: speiroforos Beta Code: speirofo/ros

English (LSJ)

ὁ,

   A bearer of a σπεῖρον, i.e. garment of image of Artemis, Jahresh. 18 Beibl. 287 (Ephesus).

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος βραχιονοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών σπειριφεροειδών και έζησε από το σιλούριο ώς το πέρμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. spirifer < spir- (< σπείρα) + -fer (< λατ. fero «φέρω»)].———————— (II)
-ον, Α
αυτός που φορεί σπεῑρον, ένδυμα με παράσταση της Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρον «είδος υφάσματος» + -φόρος (< φέρω)].