σταθερός

From LSJ
Revision as of 19:19, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰθερός Medium diacritics: σταθερός Low diacritics: σταθερός Capitals: ΣΤΑΘΕΡΟΣ
Transliteration A: statherós Transliteration B: statheros Transliteration C: statheros Beta Code: staqero/s

English (LSJ)

ά, Ion. ή, όν,

   A standing fast, firm, fixed, γαῖα, opp. ἄστατος, Opp.C.2.412; of the sea, calm, still, σ. χεῦμα A.Fr.276; βύθος D.H.1.71; σταθερῆς (sc. θαλάσσης) AP10.17 (Antiphil.), cf. 7.393 (Diocl., dub. sens.), Poll.1.106; σ. ὕδωρ stagnant, App.Pun.99; σ. μέλαν, of ink, AP6.66 (Paul. Sil.).    2 σ. μεσημβρία high noon, when the sun as it were stands still in the meridian, Pl.Phdr.242a; σ. ἦμαρ mid-day, A.R.1.450; νυκτὸς τὸ-ώτατον Eun.VS p.485 B.; θέρος σ. mid-summer, Antim.95.    3 steady, settled, of weather, ἀὴρ εὔδιος καὶ σ. D.H.Dem.7; εὐδία σ. Plu.Dio 38, cf. M.Ant.12.22; οὐ σ. φῶς οὐδ' ἠρεμοῦν Plu.2.934e.    4 metaph., σ. κάλυξ ἥβης Ar.Fr.467; σ. ἡλικία J.BJ3.1.3; ἡ ἀρετὴ σ. τι AP10.74 (Paul. Sil.); σαοφροσύνη IG3.776; σ. βάδισμα, βλέμμα, Ph.2.267, 26; ἀνάληψις Id.1.179 (Sup.); of speech, calm, deliberate, τὸ βραδὺ καὶ σ. D.H.Comp.23.    5 not used, properly, of persons, Phryn.189, Thom.Mag.p.110 R., but v. EM277.49.    6 Adv. -ρῶς constantly, Cratin.206; firmly, Procl. Inst.156. Adv. Comp., -ώτερον ὁ νοῦς ἵδρυτο Ph.1.372.

German (Pape)

[Seite 927] stehend, feststehend, unbeweglich, fest; Aesch. frg. 261 bei Plat. Phaedr. 242 a, ἢ οὐχ ὁρᾷς ὡς σχεδὸν μεσημβρία ἵσταται ἤδη (vulg. ἡ δὴ) καλουμένη σταθερά, der hohe Mittag, wenn die Sonne im Zenith gleichsam stille steht; u. dem analog νυκτὸς τὸ σταθερώτατον, die hohe Mitternacht, θέρος σταθερόν, der hohe, heißeste Sommer, Antimach. 76; σταθερὸν ἦμαρ, Ap. Rh. 1, 450; vgl. Ruhnk. Tim. p. 235. – Vom ruhigen Meere, Antiphil. ep. (X, 17), wo Jac. zu vergleichen; μέλαν σταθερόν, Paul. Sil. 52 (VI, 62); vgl. βύθος, D. Hal. 1, 71; ἡ σταθερή sc. γῆ, das feste Land, Diocl. 4 (VII, 393); εὐδία, übtr. Ruhe im Staate, Plut. Dio 38. – S. auch σταθηρός.