στερέϊνος

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερέϊνος Medium diacritics: στερέϊνος Low diacritics: στερέϊνος Capitals: ΣΤΕΡΕΪΝΟΣ
Transliteration A: steréïnos Transliteration B: stereinos Transliteration C: stereinos Beta Code: stere/i+nos

English (LSJ)

ον,

   A hard, τόποι PLond.1.131r.314 (i A.D.).

Greek Monolingual

-ον, Α
τραχύς, σκληρός («ἐν τοῑς στερεΐνοις τόποις», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + κατάλ.-ινος, κατά το πέτρινος.