στερέϊνος
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Full diacritics: στερέϊνος | Medium diacritics: στερέϊνος | Low diacritics: στερέϊνος | Capitals: ΣΤΕΡΕΪΝΟΣ |
Transliteration A: steréïnos | Transliteration B: stereinos | Transliteration C: stereinos | Beta Code: stere/i+nos |
ον,
A hard, τόποι PLond.1.131r.314 (i A.D.).
-ον, Α
τραχύς, σκληρός («ἐν τοῑς στερεΐνοις τόποις», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + κατάλ.-ινος, κατά το πέτρινος.