ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature
Full diacritics: στερέϊνος | Medium diacritics: στερέϊνος | Low diacritics: στερέϊνος | Capitals: ΣΤΕΡΕΪΝΟΣ |
Transliteration A: steréïnos | Transliteration B: stereinos | Transliteration C: stereinos | Beta Code: stere/i+nos |
στερέϊνον, hard, τόποι PLond.1.131r.314 (i A.D.).
-ον, Α
τραχύς, σκληρός («ἐν τοῖς στερεΐνοις τόποις», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + κατάλ.-ινος, κατά το πέτρινος.