στηθάριον
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
τό,
A bust, σ. ἐπὶ βάσεως Hermes Trism. in Rev.Phil.32.260.
Greek (Liddell-Scott)
στηθάριον: τό, προστερνίδιον πολεμικοῦ ἵππου, Βυζ. 2) προτομή, Βυζ.