στρατηλάτις
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
ιδος, ἡ, fem. of στρατηλάτης, voc. -άτι, addressed to the Moon, PMag.Par.1.2275.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, Α
βλ. στρατηλάτης.