Σύβαρις
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, gen. εως D.S.8 Fr.19, Ath.12.521a; dat. ει Ar.V. 1435; Ion. gen. ιος Hdt.6.21; also ιδος Str.8.7.5, Philostr.VA4.27:—Sybaris, Hdt.5.44, etc. II as Appellat., luxury, voluptuousness, συβάριδος μεστοί Philostr. l.c., cf. Plu.Crass.32.
Greek (Liddell-Scott)
Σύβᾰρις: [ῠ], ἡ· γεν. εως, Διοδ. Ἐκλογ. 550. 93, Ἀθήν. 521Α· δοτικ. ει Ἀριστοφ. Σφ. 1435· Ἰων. γεν. -ιος Ἡρόδ.· καὶ -ιδος Στράβ. 386, Φιλόστρ. 166· - πόλις ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἑλλάδι κειμένη ἐπὶ ποταμοῦ ὁμωνύμου καὶ διάσημος ἐπὶ τῇ φιληδονίᾳ καὶ ἁβρότητι τῶν κατοίκων αὐτῆς, Ἡρόδ. 5. 44, κτλ. ΙΙ. ὡς προσηγορικόν, πολυτέλεια, φιληδονία, τρυφηλότης, συβάριδος μεστοὶ Φιλόστρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. Πλουτ. Κράσσ. 32. (Ἐκ τοῦ σοβαρός, κατὰ τὸν Valck. εἰς Καλλίμ. σ. 182. Ἀλλ’ ἀναμφιβόλως τὸ ὄνομα τῆς πόλεως ᾖτο παλαιότερον τῆς ἡδυπαθείας καὶ ἀλαζονείας τῶν κατοίκων της, ἂν καὶ ἔτι κατὰ τοὺς παλαιοτάτους χρόνους ἦτο γνωστὴ ἡ ἁβρότης τοῦ Συβαριτικοῦ βίου, ὅθεν, φαίνεται, παρήχθησαν αἱ λέξεις Συβαρίζω, Συβαριασμός).