Σύβαρις
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, gen. -εως D.S.8 Fr.19, Ath.12.521a; dat. ει Ar.V. 1435; Ion. gen. -ιος Hdt.6.21; also ιδος Str.8.7.5, Philostr.VA4.27:—Sybaris, Hdt.5.44, etc.
II as Appellat., luxury, voluptuousness, συβάριδος μεστοί Philostr. l.c., cf. Plu.Crass.32.
French (Bailly abrégé)
ιδος, ion. -ιος (ἡ) :
Sybaris, ville de la Grande-Grèce, renommée pour la mollesse de ses mœurs.
Étymologie: DELG -.
Russian (Dvoretsky)
Σύβᾰρις: εως и ιος ὁ Сибарис (левый приток р. Κρᾶθις, на берегу которого находился г. Сибарис) Thuc., Diod.
εως, ῐδος и ῐος (ῠ) ἡ
1 Сибарида или Сибарис (город в южн. Италии, близ Торонтского залива, разрушенный кротонцами в 510 г. до н. э.; на его месте возник в 443 г. до н. э. город Θούριοι) Her., Arph., Arst. etc.;
2 Сибарида (дочь Фемистокла) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
Σύβᾰρις: [ῠ], ἡ· γεν. εως, Διοδ. Ἐκλογ. 550. 93, Ἀθήν. 521Α· δοτικ. ει Ἀριστοφ. Σφ. 1435· Ἰων. γεν. -ιος Ἡρόδ.· καὶ -ιδος Στράβ. 386, Φιλόστρ. 166· - πόλις ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἑλλάδι κειμένη ἐπὶ ποταμοῦ ὁμωνύμου καὶ διάσημος ἐπὶ τῇ φιληδονίᾳ καὶ ἁβρότητι τῶν κατοίκων αὐτῆς, Ἡρόδ. 5. 44, κτλ. ΙΙ. ὡς προσηγορικόν, πολυτέλεια, φιληδονία, τρυφηλότης, συβάριδος μεστοὶ Φιλόστρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. Πλουτ. Κράσσ. 32. (Ἐκ τοῦ σοβαρός, κατὰ τὸν Valck. εἰς Καλλίμ. σ. 182. Ἀλλ’ ἀναμφιβόλως τὸ ὄνομα τῆς πόλεως ᾖτο παλαιότερον τῆς ἡδυπαθείας καὶ ἀλαζονείας τῶν κατοίκων της, ἂν καὶ ἔτι κατὰ τοὺς παλαιοτάτους χρόνους ἦτο γνωστὴ ἡ ἁβρότης τοῦ Συβαριτικοῦ βίου, ὅθεν, φαίνεται, παρήχθησαν αἱ λέξεις Συβαρίζω, Συβαριασμός).
Greek Monolingual
-άρεως, ή, και ιων. τ. γεν. -άριος και -άριδος, Α
1. αρχαία ελληνική αποικία στην Λευκανία της Κάτω Ιταλίας, γνωστή για την φιληδονία και την τρυφηλοτητα τών κατοίκων της
2. σαρκοφάγο τέρας που κατοικούσε σε σπηλιά κοντά στους Δελφούς και καταβρόχθιζε ανθρώπους και ζώα, αλλ. Λάμια
3. ως προσηγ. σύβαρις
φιληδονία, τρυφηλότητα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ.].
Greek Monotonic
Σύβᾰρις: [ῠ], ἡ, γεν. -εως, Ιων. -ιος, ἡ, Σύβαρις, πόλη της Μεγάλης Ελλάδας (Κάτω Ιταλία), χτισμένη κοντά σε ποταμό με το ίδιο όνομα, διάσημη για τον τρυφηλό βίο των κατοίκων της, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Meaning: Town in Italy (Great Greece) reputed for luxury and weakness (Pholostr., Plu.).
Derivatives: Συβαρίτιδες εὐωχίαι (Ar.), συβαριάζειν (Ar.), συβαριασμός (Phryn. Com.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.
Middle Liddell
Σῠ́βᾰρις, ιος, ἡ,
Sybaris, a city of Magna Graecia, on a river of the same name, noted for luxury, Hdt., etc.
Wikipedia EN
Sybaris (Ancient Greek: Σύβαρις; Italian: Sibari) was an important city of Magna Graecia. It was situated on the Gulf of Taranto, in Southern Italy, between two rivers, the Crathis (Crati) and the Sybaris (Coscile).
The city was founded in 720 BC by Achaean and Troezenian settlers. Sybaris amassed great wealth thanks to its fertile land and busy port. Its inhabitants became famous among the Greeks for their hedonism, feasts, and excesses, to the extent that "sybarite" and "sybaritic" have become bywords for opulence, luxury and outrageous pleasure-seeking.
Translations
ar: سيباريس; arz: سيباريس; bg: Сибарис; br: Sybaris; ca: Síbaris; cs: Sybaris; de: Sybaris; el: Σύβαρις; en: Sybaris; es: Síbari; et: Sybaris; eu: Sibaris; fi: Sybaris; fr: Sybaris; hu: Szübarisz; hy: Սիբարիս; id: Sibaris; it: Sibari; la: Sybaris; nl: Sybaris; no: Sybaris; pl: Sybaris; pt: Síbaris; ru: Сибарис; sh: Sibaris; sv: Sybaris; uk: Сибаріс; zh: 锡巴里斯