θυμοκάτοχος
From LSJ
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
ον,
A restraining anger: neut. as Subst., spell for this purpose, PMag.Lond.121.941, PMag. Osl.1.35. PMag.Par.1.467,831; θ. πρὸς βασιλέας PMag.Leid.W.6.38.
Spanish
fórmula para contener la cólera
Greek Monolingual
θυμοκάτοχος, -ον (Α)
πάπ.
1. αυτός που συγκρατεί τον θυμό·2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμοκάτοχον
μαγικό ξόρκι για τη συγκράτηση του θυμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + κάτ-οχος (< κατ-έχω)].