κερασφόρος
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
German (Pape)
[Seite 1422] Hörner tragend; Ἰώ Eur. Phoen. 255; Plat. Polit. 265 c; Pan, Luc. D. D. 22, 2; Dionysus, Eur. Bacch. 2; von einer Schlange, Nonn. D. 11, 94; ὀχήματα Plut. vit. aer. al. 3; – ἀνήρ, Hahnrei, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
κερασφόρος: -ον, φέρων κέρατα, ἔχων κέρατα, ἐπὶ ἐλάφων, Σοφ. Ἀποσπ. 110· ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Εὐρ. Φοίν. 248· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 2· τὸ κ. μέρος Πλάτ. Πολιτ. 265C· τὰ κ., ζῷα φέροντα κέρατα, Γαλην. ΙΙ. ἀνὴρ ὃν ἡ σύζυγος ἐξαπατᾷ, κερατᾶς, Ἐπιγραφὴ ἐπιγράμμ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 278· πρβλ. κέρας ΧΙ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte des cornes.
Étymologie: κέρας, φέρω.
Spanish
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ κερασφόρος, -ον)
αυτός που έχει κέρατα (α. «κερασφόρα ζώα» β. «κερασφόροι στόρθυγγες», Σοφ.)
νεοελλ.-αρχ.
απατημένος σύζυγος, κερατάς
αρχ.
φρ. «τὸ κερασφόρον γένος» — τα ζώα που έχουν κέρατα (Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -φορος (< φόρος < φέρω)].