συμπληρόω
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
A help to fill, σ. τοῖσι Ἀθηναίοισι τὰς νέας help them in manning . ., Hdt.8.1. II fill up or completely, ἑξήκοντα ναῦς man them fully, Th.6.50, cf. Hell.Oxy.14.1; σ. τὸ περιηγηθέν Pl.Lg.770b; τὸν μεταξὺ τόπον, τὸ μ., Arist.Mete.340a18, PA694b1, cf. Pl.Smp. 202e, IG22.1668.71; τοὺς πόρους Thphr.Od.45, Diocl.Fr.147; ἔρανον Plu.2.694b:—Med., σ. τὰ διαστήματα Pl.Ti.35c, cf. 36b; τριήρεις Hell.Oxy.2.4:—Pass., τὸ δὲ [τῆς σύριγγος] πάλιν ξυμπληρωθείη Hp. Fist.4; πάντα συμπεπλήρωται σαρξίν Pl.Ti.75a; εὐδαιμονίᾳ Phld.D.1.2; σ. ἔκ τινων Ti.Locr.105a, D.S.1.2; ὑπό τινων Archim.Eratosth.3. b Medic., cause congestion of, τὰ ὑποθυμιάματα σ. τὴν κεφαλήν Sor.1.72:—Pass., suffer from congestion of the brain, IG42(1).126.28 (Epid., ii A.D.), Gal.15.902. 2 complete, τὸ ὅλον Arist.GC336b31; ἕν τι τῶν συμπληρούντων τοῦτο Plot.1.8.3, cf. 2.6.1; τὰ συμπληροῦντα τὴν ἀρίστην μαῖαν the qualities which make up the complete good midwife, Sor.1.4, cf. Gal.6.166, UP1.9:—Pass., [δένδρα] συμπεπληρωμένα πᾶσι τοῖς οἰκείοις μορίοις, opp. ἀρχόμενα φύεσθαι, Id.16.492, cf. 526,685, Ath.15.671a. 3 fulfil, attain, τὸ τῆς φύσεως τέλος Polystr.Herc.346p.86V.:—Med., τὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ἀγαθόν Epicur.Ep.3p.62U.:—Pass., Polystr.p.31W. 4 finish, περὶ τοῦ λίαν ὀξέος ὀξυμέλιτος συμπληρώσας τὸν λόγον Gal.15.683, cf. 572.
German (Pape)
[Seite 988] mit anfüllen, ausfüllen; τὰς νέας, Schiffe vollständig bemannen, Her. 8, 1; Thuc. 6, 50. 7, 60; Xen. Hell. 4, 8, 7 u. Folgde, wie Pol. 1, 36, 9; πάντα ταῦτα ξυμπεπλήρωται σαρξίν, Plat. Tim. 75 a, u. öfter.