πυρισθενής
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
ές,
A mighty with fire, Διόνυσος Nonn.D.24.6; πολιῆται ib.29.193, cf. PMag.Berol.2.90.
Spanish
Greek Monolingual
και πυροσθενής, -ές, ΜΑ
αυτός που είναι τόσο ισχυρός όσο και η φωτιά («πυρισθενής Διόνυσος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- / πυρο- (βλ. λ. πυρ) + -σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι-σθενής, μεγα-σθενής].