παντοδύναμος
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A all-powerful, LXX Wi.7.23, Elias in Porph.17.18, Sch.A.Th.166; φύσις νοερὰ καὶ π. Plot.5.9.9.
German (Pape)
[Seite 464] allmächtig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παντοδύνᾰμος: -ον, πανίσχυρος, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ζ΄, 23) κ. ἀλλ., Σχολ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 166.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο / παντοδύναμος, -ον, Α και πανταδύναμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που μπορεί να πράξει τα πάντα, πανίσχυρος
νεοελλ.-μσν.
(το αρσ. ως κύριο όν.) ο Παντοδύναμος
προσωνυμία του Θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -δύναμος (< δύναμις), πρβλ. μεγαλο-δύναμος].