συμφωνιακός
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a choir: pueri symphoniaci, singing boys, Cic.Mil.21.55. II ἡ -κή, a variety of ὑοσκύαμος, Pall.Agr.11.12.8, Apul.Herb.4; ὑοσκύαμος -κή Hippiatr.22; cf. σύμφωνος 111.
Greek (Liddell-Scott)
συμφωνιᾰκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμφωνίαν, pueri symphoniaci, παῖδες ᾄδοντες ὁμοῦ, Κικ. Mil. 21. ΙΙ. ἡ συμφωνιακή, ἕτερον ὄνομα τοῦ ὑοσκυάμου, Apulei. Herb. 4 ἐν ἀρχ.˙ οὕτως ἴσως καὶ σύμφωνος, ἡ, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 5, Γαλην. 2. 265.