Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-ές και άβαρος, -η, -ο (Α ἀβαρής, -ές) βάροςο χωρίς βάρος ή αυτός που έχει μικρό βάρος, ο ελαφρύςνεοελλ.άμυαλος, ασύνετοςαρχ.ο μη φορτικός, ο μη ενοχλητικός.