αβαρής

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

English (Abbott-Smith)

Greek Monolingual

-ές και άβαρος, -η, -ο (Α ἀβαρής, -ές) βάρος
ο χωρίς βάρος ή αυτός που έχει μικρό βάρος, ο ελαφρύς
νεοελλ.
άμυαλος, ασύνετος
αρχ.
ο μη φορτικός, ο μη ενοχλητικός.