συνανοίγω

From LSJ
Revision as of 11:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανοίγω Medium diacritics: συνανοίγω Low diacritics: συνανοίγω Capitals: ΣΥΝΑΝΟΙΓΩ
Transliteration A: synanoígō Transliteration B: synanoigō Transliteration C: synanoigo Beta Code: sunanoi/gw

English (LSJ)

   A open in company with, συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων τὰς θύρας τοῖς . . ταμίαις IG12.91.16; συνανοίγνουσα (sic) τὰ συγχωσθέντα SIG799.8 (Cyzicus, i A.D.):—Pass. συνανοίγνῠμαι Them.Or. 20.235c.

Greek (Liddell-Scott)

συνανοίγω: ἀνοίγω ὁμοῦ, συνανοιγόντων τὰς θύρας, ἀντίθετον τῷ συγκλείω, Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 16. ― Παθ., συνανοίγνῠμαι, Θεμίστ. 235C.