ἀτάκτως
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
French (Bailly abrégé)
adv.
en désordre.
Étymologie: ἄτακτος.
English (Strong)
adverb from ἄτακτος, irregularly (morally): disorderly.
English (Thayer)
adverb, disorderly: ἀτάκτως περιπατεῖν, which is explained by the added καί μή κατά τήν παράδοσιν ἥν παρέλαβε παῥ ἡμῶν; cf. μηδέν ἐργαζόμενοι, ἀλλά περιεργαζόμενοι. (Often in Plato.)