Ταρσεύς

From LSJ
Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 habitant de Tarse;
2 habitant ou originaire du dème Ταρσεῖς.
Étymologie: Ταρσός.

English (Strong)

from Ταρσός; a Tarsean, i.e. native of Tarsus: of Tarsus.

English (Thayer)

Ταρσεως, ὁ (Ταρσός, which see), belonging to Tarsus, of Tarsus: Acts 21:39.

Greek Monolingual

ὁ, Α
επίκληση του Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < Ταρσός].