ἀτάκτως

From LSJ
Revision as of 17:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

French (Bailly abrégé)

adv.
en désordre.
Étymologie: ἄτακτος.

English (Strong)

adverb from ἄτακτος, irregularly (morally): disorderly.

English (Thayer)

adverb, disorderly: ἀτάκτως περιπατεῖν, which is explained by the added καί μή κατά τήν παράδοσιν ἥν παρέλαβε παῥ ἡμῶν; cf. μηδέν ἐργαζόμενοι, ἀλλά περιεργαζόμενοι. (Often in Plato.)

Russian (Dvoretsky)

ἀτάκτως: 1) в беспорядке, беспорядочной толпой (προσπίπτειν τινί Thuc.);
2) беспорядочно, беспутно (ζῆν Isocr.; δι ημερεύειν Plut.).