χριστουγεννιάτικος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Χριστούγεννα ή αυτός που γίνεται στη διάρκεια τών Χριστουγέννων (α. «χριστουγεννιάτικα έθιμα» β. «χριστουγεννιάτικα δώρα» γ. «χριστουγεννιάτικο δένδρο»).
επίρρ...
χριστουγεννιάτικα Ν
την ημέρα τών Χριστουγέννων, κατά τις γιορτές τών Χριστουγέννων («χριστουγεννιάτικα μάς ήλθε το μαντάτο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστούγεννα + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. χειμων-ιάτικος)].