χρυσόραπις
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ὁ, poet. for χρυσόρραπις, Pi.P.4.178.
German (Pape)
[Seite 1382] ὁ, poet. statt χρυσόῤῥαπις, Pind. P. 4, 178, Ἑρμῆς.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόρᾰπις: ὁ, ποιητ. ἀντὶ χρυσόρραπις, Πινδ. Π. 4. 316.
English (Slater)
χρῡσόρᾰπις, χρυσόρραπις epith. of Hermes,
1 with golden wand Ἑρμᾶς χρυσόραπις (P. 4.178) χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν Δ. 4. 37.
Greek Monolingual
-άπιδος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χρυσόρραπις.
Greek Monotonic
χρῡσόρᾰπις: ὁ, ποιητ. αντί χρυσόρραπις, σε Πίνδ.